- πρόσθεμα
- το добавка; надставка
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πρόσθεμα — increase neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθεμα — τὸ, Α βλ. πρόσθημα … Dictionary of Greek
προσθεμάτων — πρόσθεμα increase neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέμασι — πρόσθεμα increase neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέματα — πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέματι — πρόσθεμα increase neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσθέματ' — προσθέματα , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc pl προσθέματι , πρόσθεμα increase neut dat sg προσθέματε , πρόσθεμα increase neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρόσθημα — το, ΝΑ, και πρόσθεμα Α [προστίθημι] ό,τι προστίθεται σε κάτι άλλο, προσθήκη νεοελλ. 1. (οικον.) φύλλο που προστίθεται σε συναλλαγματικές, γραμμάτια, επιταγές και άλλους τίτλους, όταν το αρχικό φύλλο δεν επαρκεί για τις οπισθογραφήσεις 2. γραμμ.… … Dictionary of Greek